οινούττα

οινούττα
οἰνοῡττα, ἡ (Α)
1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών
2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. οἰνόεις*, -εσσα, -εν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰνοῦττα — cake fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οἰνοῦττα — Οἰνοῦσσα , Οἰνοῦσσος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοῦτται — οἰνοῦττα cake fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοῦτταν — οἰνοῦττα cake fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνούττῃ — οἰνού̱ττῃ , οἰνοῦττα cake fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”