- οινούττα
- οἰνοῡττα, ἡ (Α)1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. οἰνόεις*, -εσσα, -εν].
Dictionary of Greek. 2013.